Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δαπανηρός η δαπανηρή το δαπανηρό
      γενική του δαπανηρού της δαπανηρής του δαπανηρού
    αιτιατική τον δαπανηρό τη δαπανηρή το δαπανηρό
     κλητική δαπανηρέ δαπανηρή δαπανηρό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δαπανηροί οι δαπανηρές τα δαπανηρά
      γενική των δαπανηρών των δαπανηρών των δαπανηρών
    αιτιατική τους δαπανηρούς τις δαπανηρές τα δαπανηρά
     κλητική δαπανηροί δαπανηρές δαπανηρά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαπανηρός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δαπανηρός < δαπάν(η) + -ηρός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ða.pa.niˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δα‐πα‐νη‐ρός

  Επίθετο επεξεργασία

δαπανηρός, -ή, -ό

  • που απαιτεί μεγάλη δαπάνη για να αποκτηθεί, διεξαχθεί ή συντηρηθεί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
δᾰπᾰνηρο-
ονομαστική δαπανηρός δαπανηρᾱ́ τὸ δαπανηρόν
      γενική τοῦ δαπανηροῦ τῆς δαπανηρᾶς τοῦ δαπανηροῦ
      δοτική τῷ δαπανηρ τῇ δαπανηρ τῷ δαπανηρ
    αιτιατική τὸν δαπανηρόν τὴν δαπανηρᾱ́ν τὸ δαπανηρόν
     κλητική ! δαπανηρέ δαπανηρᾱ́ δαπανηρόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δαπανηροί αἱ δαπανηραί τὰ δαπανηρᾰ́
      γενική τῶν δαπανηρῶν τῶν δαπανηρῶν τῶν δαπανηρῶν
      δοτική τοῖς δαπανηροῖς ταῖς δαπανηραῖς τοῖς δαπανηροῖς
    αιτιατική τοὺς δαπανηρούς τὰς δαπανηρᾱ́ς τὰ δαπανηρᾰ́
     κλητική ! δαπανηροί δαπανηραί δαπανηρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δαπανηρώ τὼ δαπανηρᾱ́ τὼ δαπανηρώ
      γεν-δοτ τοῖν δαπανηροῖν τοῖν δαπανηραῖν τοῖν δαπανηροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δαπανηρός < δαπάν(η) + -ηρός

  Επίθετο επεξεργασία

δαπανηρός, -ά, -όν

  1. σπάταλος, πολυδάπανος
  2. πολυτελής

  Πηγές επεξεργασία