Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δίωξη οι διώξεις
      γενική της δίωξης* των διώξεων
    αιτιατική τη δίωξη τις διώξεις
     κλητική δίωξη διώξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διώξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίωξη < αρχαία ελληνική δίωξις < διώκω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίωξη θηλυκό

  1. νομική ποινική διαδικασία εναντίον ενός κατηγορουμένου που ασκείται από την εισαγγελική αρχή
    ο εισαγγελέας άσκησε δίωξη
  2. διώξεις: συστηματική λήψη δυσμενών μέτρων διοικητικού ή/και ποινικού χαρακτήρα εναντίον κάποιων
     συνώνυμα: διωγμός
    η δικτατορική κυβέρνηση ξεκίνησε διώξεις εναντίον των αντιφρονούντων

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία