Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίχρονος η δίχρονη το δίχρονο
      γενική του δίχρονου της δίχρονης του δίχρονου
    αιτιατική τον δίχρονο τη δίχρονη το δίχρονο
     κλητική δίχρονε δίχρονη δίχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίχρονοι οι δίχρονες τα δίχρονα
      γενική των δίχρονων των δίχρονων των δίχρονων
    αιτιατική τους δίχρονους τις δίχρονες τα δίχρονα
     κλητική δίχρονοι δίχρονες δίχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίχρονος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίχρονος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.xɾo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐χρο‐νος

  Επίθετο επεξεργασία

δίχρονος, -η, -ο

  1. (γραμματική) τα φωνήεντα α, ι, υ που ήταν στα αρχαία ελληνικά είτε μακρόχρονα, είτε βραχύχρονα
    → δείτε προσωδία
  2. (αρχαία μετρική) συλλαβή που είχε δύο μετρικούς χρόνους, δύο μόρες
  3. (μηχανική) κινητήρας εσωτερικής καύσης που παράγει έργο σε δύο χρόνους σε κάθε κύκλο
  4. (για πρόσωπα) που είναι δύο ετών
  5. που διήρκεσε δύο χρόνια

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δις, δύο και χρόνος

δίχρονος τρίχρονος τετράχρονος πεντάχρονος εξάχρονος επτάχρονος / εφτάχρονος οκτάχρονος / οχτάχρονος εννιάχρονος δεκάχρονος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίχρονος τὸ δίχρονον
      γενική τοῦ/τῆς διχρόνου τοῦ διχρόνου
      δοτική τῷ/τῇ διχρόν τῷ διχρόν
    αιτιατική τὸν/τὴν δίχρονον τὸ δίχρονον
     κλητική ! δίχρονε δίχρονον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίχρονοι τὰ δίχρον
      γενική τῶν διχρόνων τῶν διχρόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς διχρόνοις τοῖς διχρόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διχρόνους τὰ δίχρον
     κλητική ! δίχρονοι δίχρον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διχρόνω τὼ διχρόνω
      γεν-δοτ τοῖν διχρόνοιν τοῖν διχρόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίχρονος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + -χρονος < αρχαία ελληνική χρόνος

  Επίθετο επεξεργασία

δίχρονος, -ος, -ον

  Πηγές επεξεργασία