δήμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δήμος | οι | δήμοι |
γενική | του | δήμου | των | δήμων |
αιτιατική | τον | δήμο | τους | δήμους |
κλητική | δήμε | δήμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δήμος < αρχαία ελληνική δῆμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deh₂mos < *deh₂- (διαιρώ)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈði.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δή‐μος
Ουσιαστικό επεξεργασία
δήμος αρσενικό
- (γεωγραφία) η διοικητική υποδιαίρεση της χώρας που αποτελεί και τον πρώτο βαθμό αυτοδιοίκησης
- → δείτε Κατηγορία:Δήμοι στο Βικιλεξικό
- (αρχαία ιστορία) ο λαός μιας πόλης κράτους
- (αρχαία ιστορία) η υποδιαίρεση της αρχαίας Αθήνας
Συγγενικά επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
δημ-
δημ-
- απόδημος
- δήμαρχος
- δημαρχείο
- δημοκρατία & συγγενικά
- Δήμος
- δημοσία (επίρρημα)
- δημοσιεύω & συγγενικά
- δημόσιος * συγγενικά
- δημότης
- δημοτικός & συγγενικά
- δημοτολόγιο
- δημοψήφισμα
- ενδημώ & συγγενικά
- πάνδημος
Μεταφράσεις επεξεργασία
δήμος (αυτοδιοίκηση)