Δείτε επίσης: δε, -δε

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δέ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *de

  Μόριο επεξεργασία

δέ (ως αντιθετικός σύνδεσμος)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Λειτουργεί ως αντιθετικός σύνδεσμος μαζί με άλλα μόρια ή και μόνο του, πολύ συχνά σε αντιδαστολή ή σε αντιστοιχία προς το μέν

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία