δάγκωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δάγκωμα < δαγκώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
δάγκωμα και δάγκαμα ουδέτερο
- η ενέργεια του δαγκώνω
- έπαθε λύσσα από δάγκωμα σκύλου
- (μεταφορικά) μια σύντομη αλλά ισχυρή οδυνηρή αίσθηση
- την περίμενε και, κάθε φορά που χτυπούσε το κουδούνι, ένιωθε ένα δάγκωμα στην καρδιά