γυναικωνίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γυναικωνίτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική (μέρος ναού για γυναίκες) / γυναικωνῖτις (διαμέρισμα για γυναίκες) < θηλυκό ἡ ελληνιστική κοινή γυναικωνῖτις (μέρος ναού για γυναίκες) < αρχαία ελληνική γυναικών < γυνή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷḗn- < *gʷen- (γυναίκα) + *-h₂-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝi.ne.koˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γυ‐ναι‐κω‐νί‐της
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυναικωνίτης αρσενικό
- (ιστορία, αρχιτεκτονική) ειδικό χωριστό δωμάτιο ή χώρος διαμονής γυναικών
- (χριστιανισμός, αρχιτεκτονική) υπερώο χριστιανικού ναού, όπου εκκλησιάζονται αποκλειστικά γυναίκες
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γυναίκα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειδικό δωμάτιο διαμονής γυναικών