Δείτε επίσης: γυναικεῖα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυναικεία < γυναικεί(ος) +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝi.neˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐ναι‐κεί‐α

  Επίρρημα επεξεργασία

γυναικεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γυναικεία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γυναικείος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γυναικείος