Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
πορτοκαλί γυμνοσάλιαγκας

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνοσάλιαγκας < γυμνο- + σάλιαγκας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυμνοσάλιαγκας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία