Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνάς < γυμνάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυμνάς-άδος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο γυμνός
  2. ο γυμνασμένος