Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γνωρίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣnoˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γνω‐ρί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

γνωρίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  γιγνώσκω   γνωρίζομαι 
Παρατατικός  ἐγνώριζον 
Μέλλοντας  γνωριῶ   γνωρισθήσομαι 
Αόριστος  ἐγνώρισα   ἐγνωρίσθην 
Παρακείμενος  ἐγνώρισμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐγνωρίσμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνωρίζω θέμα -'γνω-'- ( < από ρίζα του γιγνώσκω ) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

γνωρίζω

  1. γνωρίζω
  2. (μεταβατικό) καθιστώ γνωστό κάτι, δείχνω

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία