Δείτε επίσης: γλύκυσμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλύκισμα τα γλυκίσματα
      γενική του γλυκίσματος των γλυκισμάτων
    αιτιατική το γλύκισμα τα γλυκίσματα
     κλητική γλύκισμα γλυκίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλύκισμα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γλύκυσμα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɣli.ci.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλύ‐κι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλύκισμα ουδέτερο

  1. (γλυκό) το γλυκό (παρασκεύασμα της ζαχαροπλαστικής)
  2. (μεταφορικά) ο χαρακτηρισμός για πολύ νόστιμο φαγητό
    το γουρουνόπουλο στη γάστρα ήταν σκέτο γλύκισμα
     συνώνυμα: λουκούμι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία