Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυφή οι γλυφές
      γενική της γλυφής των γλυφών
    αιτιατική τη γλυφή τις γλυφές
     κλητική γλυφή γλυφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυφή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλυφή [1] < γλύφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣliˈfi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλυ‐φή
ομόηχο: γλυφοί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλυφή θηλυκό

  1. λάξευμα, σκάλισμα, σμίλευση
  2. γλυπτή απεικόνιση, το ανάγλυφο
  3. το έμβλημα σε σφραγίδες δακτυλιόλιθων
  4. γλυφή χαράκτου, εργαλείο που χρησιμοποιείται στην τέχνη της χαρακτικής

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γλύφω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γλυφή

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γλυφή αἱ γλυφαί
      γενική τῆς γλυφῆς τῶν γλυφῶν
      δοτική τῇ γλυφ ταῖς γλυφαῖς
    αιτιατική τὴν γλυφήν τὰς γλυφᾱ́ς
     κλητική ! γλυφή γλυφαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γλυφᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  γλυφαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυφή < αρχαία ελληνική grc

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλυφή αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία