γλυφή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλυφή | οι | γλυφές |
γενική | της | γλυφής | των | γλυφών |
αιτιατική | τη | γλυφή | τις | γλυφές |
κλητική | γλυφή | γλυφές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλυφή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλυφή [1] < γλύφω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣliˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλυ‐φή
- ομόηχο: γλυφοί
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλυφή θηλυκό
- λάξευμα, σκάλισμα, σμίλευση
- γλυπτή απεικόνιση, το ανάγλυφο
- το έμβλημα σε σφραγίδες δακτυλιόλιθων
- γλυφή χαράκτου, εργαλείο που χρησιμοποιείται στην τέχνη της χαρακτικής
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη γλύφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλυφή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γλυφή
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γλυφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | γλυφή | αἱ | γλυφαί |
γενική | τῆς | γλυφῆς | τῶν | γλυφῶν |
δοτική | τῇ | γλυφῇ | ταῖς | γλυφαῖς |
αιτιατική | τὴν | γλυφήν | τὰς | γλυφᾱ́ς |
κλητική ὦ! | γλυφή | γλυφαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γλυφᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | γλυφαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλυφή < αρχαία ελληνική grc
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλυφή αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- γλυφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.