Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαζόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική gazon[1]
 
πεσμένα φύλλα πάνω σε γκαζόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκαζόν ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία