Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεώλοφος < γῆ και λόφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεώλοφος αρσενικό ( & γήλοφος)

  • λοφίσκος από χώμα