Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωμετρικός η γεωμετρική το γεωμετρικό
      γενική του γεωμετρικού της γεωμετρικής του γεωμετρικού
    αιτιατική τον γεωμετρικό τη γεωμετρική το γεωμετρικό
     κλητική γεωμετρικέ γεωμετρική γεωμετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωμετρικοί οι γεωμετρικές τα γεωμετρικά
      γενική των γεωμετρικών των γεωμετρικών των γεωμετρικών
    αιτιατική τους γεωμετρικούς τις γεωμετρικές τα γεωμετρικά
     κλητική γεωμετρικοί γεωμετρικές γεωμετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωμετρικός < αρχαία ελληνική γεωμετρικός (σχετικός με την επιστήμη της γεωμετρίας αλλά και με τη μέτρηση χώρων ειδικότερα)

  Επίθετο επεξεργασία

γεωμετρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία