Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεωγραφικό πλάτος τα γεωγραφικά πλάτη
      γενική του γεωγραφικού πλάτους των γεωγραφικών πλατών
    αιτιατική το γεωγραφικό πλάτος τα γεωγραφικά πλάτη
     κλητική γεωγραφικό πλάτος γεωγραφικά πλάτη
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωγραφικό πλάτος < → δείτε τις λέξεις γεωγραφικός και πλάτος

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

γεωγραφικό πλάτος ουδέτερο

  1. (γεωγραφία) η απόσταση σε μοίρες (και πρώτα λεπτά) ενός τόπου της Γης από τον Ισημερινό
    το γεωγραφικό πλάτος της Αθήνας είναι 38°
  2. (αστρονομία) η απόσταση σε μοίρες ενός τόπου ουράνιας σφαίρας από τον ισημερινό της

  Μεταφράσεις επεξεργασία