Δείτε επίσης: γεννῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεννώ < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική γεννῶ, συνηρημένος τύπος του γεννάω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝeˈno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γεν‐νώ

  Ρήμα επεξεργασία

γεννώ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία