Δείτε επίσης: Γενναῖος, γενναίος, Γενναίος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γενναῖος γενναί
γενναῖος
τὸ γενναῖον
      γενική τοῦ γενναίου τῆς γενναίᾱς
γενναίου
τοῦ γενναίου
      δοτική τῷ γενναί τῇ γενναί
γενναί
τῷ γενναί
    αιτιατική τὸν γενναῖον τὴν γενναίᾱν
γενναῖον
τὸ γενναῖον
     κλητική ! γενναῖε γενναί
γενναῖε
γενναῖον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γενναῖοι αἱ γενναῖαι
γενναῖοι
τὰ γενναῖ
      γενική τῶν γενναίων τῶν γενναίων
γενναίων
τῶν γενναίων
      δοτική τοῖς γενναίοις ταῖς γενναίαις
γενναίοις
τοῖς γενναίοις
    αιτιατική τοὺς γενναίους τὰς γενναίᾱς
γενναίους
τὰ γενναῖ
     κλητική ! γενναῖοι γενναῖαι
γενναῖοι
γενναῖ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γενναίω τὼ γενναί
γενναίω
τὼ γενναίω
      γεν-δοτ τοῖν γενναίοιν τοῖν γενναίαιν
γενναίοιν
τοῖν γενναίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενναῖος < γέννα (γένος, προέλευση) + -ιος.[1] Συγγενή ομόρριζα: → δείτε τη λέξη γένος, γίγνομαι και γόνος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: γενναίος

  Επίθετο επεξεργασία

γενναῖος, -α, -ον & -ος, -ος, -ον

  1. ευγενικής καταγωγής, από καλή, πλούσια γενιά αριστοκρατών
     αντώνυμα: ἀγεννής
  2. (για ζώα) καλοθρεμμένος
  3. (για πράγματα) εξαιρετικός
  4. υψηλόφρων
     αντώνυμα: ἀγεννής
  5. έντονος, μεγάλος, δυνατός (όπως για σεισμό)

Συγγενικά επεξεργασία

με γενναι(ο)-

→ και δείτε τη λέξη γεννάω με γενν-, & ομόρριζα γεν- γένος, γον- γόνος & γίγνομαι, γνήσιος

  Αναφορές επεξεργασία

  1. γενναίος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία