γενναιόδωρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γενναιόδωρα < γενναιόδωρος
Επίρρημα επεξεργασία
γενναιόδωρα
- με γενναιοδωρία, χωρίς φειδώ, χωρίς τσιγκουνιά
Μεταφράσεις επεξεργασία
γενναιόδωρα
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γενναιόδωρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γενναιόδωρο