Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γενειάς αἱ γενειάδες
      γενική τῆς γενειάδος τῶν γενειάδων
      δοτική τῇ γενειάδ ταῖς γενειάσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γενειάδ τὰς γενειάδᾰς
     κλητική ! γενειάς γενειάδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γενειάδε
γεν-δοτ τοῖν  γενειάδοιν
Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενειάς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γενειάς, -άδος θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία