Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γελωτοποιός οι γελωτοποιοί
      γενική του γελωτοποιού των γελωτοποιών
    αιτιατική τον γελωτοποιό τους γελωτοποιούς
     κλητική γελωτοποιέ γελωτοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γελωτοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γελωτοποιός < γέλως + -ποιός (ποιῶ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γελωτοποιός αρσενικό

  1. (επάγγελμα) κωμικός που διασκέδαζε τη βασιλική αυλή
  2. αυτός που κάνει τους άλλους να γελούν
    είναι ο γελωτοποιός της παρέας
    → δείτε και πλακατζής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία