Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γελάω < γελ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γελῶ, συνηρημένος τύπος του γελάω[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝeˈla.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐λά‐ω

  Ρήμα επεξεργασία

γελάω/γελώ, πρτ.: γελούσα/γέλαγα, αόρ.: γέλασα, παθ.φωνή: γελιέμαι, π.αόρ.: γελάστηκα, μτχ.π.π.: γελασμένος

  1. (μόνον στην ενεργητική φωνή) αντιδρώ με γέλιο, με χαρά
    1. (αμετάβατο) αντιδρώ σε κάτι αστείο ή παράλογο με το γέλιο
      Είπαμε ανέκδοτα και γελάσαμε με την ψυχή μας.
    2. (αμετάβατο) (μεταφορικά) αντιδρώ θετικά σε κάτι ευχάριστο
      Γελούσαν και τα μάτια του όταν τη συναντούσε.
    3. (+μαζί με κάποιον) περιγελώ
      Μ' αυτά τα ρούχα θα βγεις έξω; Θα γελάει όλος ο κόσμος μαζί σου.
  2. (ενεργητική και παθητική φωνή γελιέμαι) εξαπατώ, κάνω λάθος
    1. (μεταβατικό) δίνω σε κάποιον μια ανακριβή πληροφορία
      —Πού είναι η οδός Αστυδάμαντος; —Θα σε γελάσω.
      Γελιέσαι αν νομίζεις ότι θα σε συγχωρήσω.
    2. ξεγελώ, εξαπατώ, κοροϊδεύω
      Πήγε ν' αγοράσει ένα στερεοφωνικό αλλά τον γελάσανε και του πούλησαν μια μαϊμού.

Συνώνυμα επεξεργασία

με παρόμοια σημασία:

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
γελα- γελι- 

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γελάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂-[1] ομόρριζο του γέλως, γαλήνη, γλαυκός, ἀγλαός

  Ρήμα επεξεργασία

γελάω / γελῶ

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία