Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γειτονιά οι γειτονιές
      γενική της γειτονιάς των γειτονιών
    αιτιατική τη γειτονιά τις γειτονιές
     κλητική γειτονιά γειτονιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γειτονιά < αρχαία ελληνική γειτονία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝi.toˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γει‐το‐νιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γειτονιά θηλυκό

  1. το σύνολο από γειτονικά σπίτια, το οποίο αποτελεί τμήμα της συνοικίας
     συνώνυμα: μαχαλάς
  2. (συνεκδοχικά) το σύνολο των ανθρώπων που κατοικούν σε γειτονικά σπίτια
  3. (μεταφορικά) το σύνολο όμορων χωρών
  4. (σε γενική, ως χαρακτηρισμός) της γειτονιάς : περιφερειακός, συνοικιακός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία