Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαϊδουράγκαθο τα γαϊδουράγκαθα
      γενική του γαϊδουράγκαθου των γαϊδουράγκαθων
    αιτιατική το γαϊδουράγκαθο τα γαϊδουράγκαθα
     κλητική γαϊδουράγκαθο γαϊδουράγκαθα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Γαϊδουράγκαθο

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαϊδουράγκαθο < γαϊδουρ- + αγκάθ(ι) + -ο (το φυτό καταναλώνεται από τους γαϊδάρους)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣai̯.ðuˈɾaŋ.ɡa.θo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαϊ‐δου‐ρά‐γκα‐θο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαϊδουράγκαθο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία