Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γατόπαρδος οι γατόπαρδοι
      γενική του γατόπαρδου των γατόπαρδων
    αιτιατική τον γατόπαρδο τους γατόπαρδους
     κλητική γατόπαρδε γατόπαρδοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γατόπαρδος

  Ετυμολογία επεξεργασία

γατόπαρδος < (λόγιο δάνειο) ιταλική gattopardo < gatto (γάτα) + pardo (όπως στο λεόπαρδος)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣaˈto.paɾ.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐τό‐παρ‐δος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γατόπαρδος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία