Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαστρεντερολογία οι γαστρεντερολογίες
      γενική της γαστρεντερολογίας των γαστρεντερολογιών
    αιτιατική τη γαστρεντερολογία τις γαστρεντερολογίες
     κλητική γαστρεντερολογία γαστρεντερολογίες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαστρεντερολογία < (λόγιο δάνειο) γαλλική gastroentérologie[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαστρεντερολογία θηλυκό

  • (ιατρική): ειδικότητα της ιατρικής που έχει ως αντικείμενο τις παθήσεις της κοιλιάς και των εντέρων, γενικότερα του πεπτικού συστήματος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία