γαρδένια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαρδένια | οι | γαρδένιες |
γενική | της | γαρδένιας | — | |
αιτιατική | τη | γαρδένια | τις | γαρδένιες |
κλητική | γαρδένια | γαρδένιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαρδένια < (ορθογραφικό δάνειο) νεολατινική gardenia < Alexander Garden (σκοτσέζος βοτανολόγος, 1730-1791)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣaɾˈðe.ɲa/ & /ɣaɾˈðe.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαρ‐δέ‐νι‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαρδένια θηλυκό
- (φυτό) αειθαλές καλλωπιστικό φυτό του γένους Gardenia με γυαλιστερά φύλλα και λευκά λουλούδια που αναδίδουν ένα χαρακτηριστικό άρωμα
- (λουλούδι) τα άνθη του φυτού αυτού
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γαρδένια στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γαρδένια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας