Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαρδένια οι γαρδένιες
      γενική της γαρδένιας
    αιτιατική τη γαρδένια τις γαρδένιες
     κλητική γαρδένια γαρδένιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μια γαρδένια

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαρδένια < (ορθογραφικό δάνειο) νεολατινική gardenia < Alexander Garden (σκοτσέζος βοτανολόγος, 1730-1791)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣaɾˈðe.ɲa/ & /ɣaɾˈðe.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαρ‐δέ‐νι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαρδένια θηλυκό

  1. (φυτό) αειθαλές καλλωπιστικό φυτό του γένους Gardenia με γυαλιστερά φύλλα και λευκά λουλούδια που αναδίδουν ένα χαρακτηριστικό άρωμα
  2. (λουλούδι) τα άνθη του φυτού αυτού

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία