Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαλακτοκομικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γαλακτοκομικά