γαλήνιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαλήνιος | η | γαλήνια | το | γαλήνιο |
γενική | του | γαλήνιου | της | γαλήνιας | του | γαλήνιου |
αιτιατική | τον | γαλήνιο | τη | γαλήνια | το | γαλήνιο |
κλητική | γαλήνιε | γαλήνια | γαλήνιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαλήνιοι | οι | γαλήνιες | τα | γαλήνια |
γενική | των | γαλήνιων | των | γαλήνιων | των | γαλήνιων |
αιτιατική | τους | γαλήνιους | τις | γαλήνιες | τα | γαλήνια |
κλητική | γαλήνιοι | γαλήνιες | γαλήνια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλήνιος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γαλήνιος < αρχαία ελληνική γαληνός < γαλήνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂-
Επίθετο επεξεργασία
γαλήνιος, -α, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαλήνιος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαλήνιος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γαληνός < γαλήνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵelh₂-
Επίθετο επεξεργασία
γαλήνιος, -ός, -όν
- (ελληνιστική κοινή) μορφή του αρχαίου γαληνός
Πηγές επεξεργασία
- γαλήνιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.