γαιάνθρακας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαιάνθρακας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γαιάνθρ(αξ), από την αιτιατική «τὸν γαιάνθρακα» < γαι- + άνθραξ (άνθρακας), (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική charbon de terre[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαιάνθρακας αρσενικό
- (ορυκτολογία) ο άνθρακας που εξορύσσεται από τη γη, ο ορυκτός άνθρακας
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαιάνθρακας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γαιάνθρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας