Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γίββωνας οι γίββωνες
      γενική του γίββωνα των γίββωνων
    αιτιατική τον γίββωνα τους γίββωνες
     κλητική γίββωνα γίββωνες
Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη.
Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Γίββωνες τις νοτιοανατολικής ασίας

  Ετυμολογία επεξεργασία

γίββωνας < γαλλική gibbon[1] <

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γίββωνας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. γίββωναςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)