Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γέννησις < γεννάω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γέννησις ( & δωρικός τύποςγέννασις)

  1. η γέννηση
    τῆς γεννήσεως καὶ τοῦ τόκου ἐν τῷ καλῷ
  2. παραγωγή (π.χ. αγαθών)

Συγγενικά επεξεργασία

γένεσις