γέλος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γέλος < ομόρριζο του γελάω, ίσως ανάγεται και σε πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵélh₂-, *ǵlh₂-
Ουσιαστικό επεξεργασία
γέλος αρσενικό
- αιολικός τύπος του γέλως
Δείτε επίσης : γέλως |
γέλος αρσενικό