Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βόρβορος οι βόρβοροι
      γενική του βόρβορου
βορβόρου
των βόρβορων
βορβόρων
    αιτιατική τον βόρβορο τους βόρβορους
βορβόρους
     κλητική βόρβορε βόρβοροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Σπάνια στον πληθυντικό
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βόρβορος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βόρβορος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvoɾ.vo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βόρ‐βο‐ρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βόρβορος αρσενικό

  1. λάσπη με ακαθαρσίες και δυσοσμία που εμφανίζεται στον πυθμένα υδάτινων εκτάσεων (π.χ. λιμάνια, ποτάμια, λίμνες κ.λπ.)
     συνώνυμα: βούρκος
    ※ Ἰδοὺ λοιπόν· ἐρευνῶ τὸ στερέωμα ἀπὸ σπόντα βυθίζων τὸ βλέμμα εἰς τὸ βάθος τοῦ ἀπείρου… βορβόρου. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
  2. (μεταφορικά) η έσχατη ηθική κατάπτωση και διαφθορά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία