Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βυθοκόρος οι βυθοκόροι
      γενική του βυθοκόρου των βυθοκόρων
    αιτιατική τον βυθοκόρο τους βυθοκόρους
     κλητική βυθοκόρε βυθοκόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βυθοκόρος σε γερμανικό ποτάμι

  Ετυμολογία επεξεργασία

βυθοκόρος < βυθός + αρχαία ελληνική κορέω + -ος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cure-môle)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βυθοκόρος θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

Το λεξικό Τριανταφυλλίδη το κατατάσσει ως αρσενικό.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία