Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βρετονικός η βρετονική το βρετονικό
      γενική του βρετονικού της βρετονικής του βρετονικού
    αιτιατική τον βρετονικό τη βρετονική το βρετονικό
     κλητική βρετονικέ βρετονική βρετονικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βρετονικοί οι βρετονικές τα βρετονικά
      γενική των βρετονικών των βρετονικών των βρετονικών
    αιτιατική τους βρετονικούς τις βρετονικές τα βρετονικά
     κλητική βρετονικοί βρετονικές βρετονικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βρετονικός < γαλλική breton

  Επίθετο επεξεργασία

βρετονικός, -ή, -ό

η βρετονική γλώσσα είναι κελτικής καταγωγής

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία