Δείτε επίσης: βούργος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βούρκος οι βούρκοι
      γενική του βούρκου των βούρκων
    αιτιατική τον βούρκο τους βούρκους
     κλητική βούρκε βούρκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
βούρκος μέσα σε δάσος

  Ετυμολογία επεξεργασία

βούρκος < μεσαιωνική ελληνική βοῦρκος[1] [2] (ουδέτερο) < μεσαιωνική λατινική burca[2] [3] ή ελληνιστική κοινή βρύξ[2] [3] [4]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvur.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βούρ‐κος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βούρκος αρσενικό

  1. νερά που είναι στάσιμα, βρόμικα και δύσοσμα
  2. (μεταφορικά) ανηθικότητα, διαφθορά, ηθική κατάπτωση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. 12999 - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. 2,0 2,1 2,2 βούρκος Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 
  3. 3,0 3,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  4. βρύξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.