βουλκανισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
βουλκανισμός αρσενικό
- η χημική επεξεργασία του καουτσούκ με θείο για τη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του
- η αναγόμωση ελαστικών
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βουλκανισμός