Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βουλκανισμός οι βουλκανισμοί
      γενική του βουλκανισμού των βουλκανισμών
    αιτιατική τον βουλκανισμό τους βουλκανισμούς
     κλητική βουλκανισμέ βουλκανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πρέσσα βουλκανισμού ελαστικών αυτοκινήτου

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουλκανισμός < αγγλική vulcanism

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βουλκανισμός αρσενικό

  • η χημική επεξεργασία του καουτσούκ με θείο για τη βελτίωση των φυσικών και μηχανικών ιδιοτήτων του
  • η αναγόμωση ελαστικών

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία