βολταϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βολταϊκός < γαλλική voltaïque < ιταλική Alessandro Volta
Επίθετο επεξεργασία
βολταϊκός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα βολτ ή (γενικότερα) με το σύστημα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος ή αναφέρεται σ’ αυτά
- βολταϊκό τόξο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βολτ