βλωμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βλωμός | οι | βλωμοί |
γενική | του | βλωμού | των | βλωμών |
αιτιατική | τον | βλωμό | τους | βλωμούς |
κλητική | βλωμέ | βλωμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλωμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλωμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλωμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
βλωμός
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλωμός < αρχαία ελληνική βάλλω από το θέμα βλη- καθ΄ ετεροίωση σε βλω-
Ουσιαστικό επεξεργασία
βλωμός
Πηγές επεξεργασία
- βλωμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.