βλαπτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλαπτικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βλαπτικός
Επίθετο επεξεργασία
βλαπτικός, -ή, -ό
- που βλάπτει
- (ειδικότερα) που βλάπτει την υγεία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη βλάπτω
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλαπτικός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βλάπτ(ω) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
βλαπτικός, -ή, -όν
Παράγωγα επεξεργασία
- βλαπτικῶς (επίρρημα)
Πηγές επεξεργασία
- βλαπτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.