Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλαμμένος η βλαμμένη το βλαμμένο
      γενική του βλαμμένου της βλαμμένης του βλαμμένου
    αιτιατική τον βλαμμένο τη βλαμμένη το βλαμμένο
     κλητική βλαμμένε βλαμμένη βλαμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλαμμένοι οι βλαμμένες τα βλαμμένα
      γενική των βλαμμένων των βλαμμένων των βλαμμένων
    αιτιατική τους βλαμμένους τις βλαμμένες τα βλαμμένα
     κλητική βλαμμένοι βλαμμένες βλαμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

βλαμμένος < μεσαιωνική ελληνική βλαμμένος < αρχαία ελληνική βεβλαμμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βλάπτω

  Μετοχή

βλαμμένος, -η, -ο

  1. που δεν δουλεύει καλά το μυαλό του ή έχει ψυχική ανισορροπία
  2. (λόγιο) που έχει υποστεί βλάβη

Συνώνυμα

Συγγενικά

  Μεταφράσεις