Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βλέννα οι βλέννες
      γενική της βλέννας των βλεννών
    αιτιατική τη βλέννα τις βλέννες
     κλητική βλέννα βλέννες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλέννα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βλέννα, βλεννός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvle.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βλέν‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλέννα θηλυκό

  1. ημιδιάφανο, γλοιώδες και πυκνόρρευστο υγρό που εκκρίνουν κάποιοι αδένες
  2. το γλοιώδες και παχύρρευστο έκκριμα της μύτης
     συνώνυμα: μύξα
  3. (βοτανική) ιξώδης ουσία κάποιων φυτών (π.χ. λινάρι)

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλέννα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βλέννα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία