βιζόν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιζόν < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική vison < λατινική vissio
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /viˈzon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐ζόν
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιζόν ουδέτερο άκλιτο
- (θηλαστικό ζώο) Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των Μουστελίδων (κουνάβια, βίδρες, νυφίτσες κ.λπ.).
- Το κατεργασμένο εμπορεύσιμο προϊόν της γούνας του ζώου.
Δείτε επίσης επεξεργασία
- βιζόν στη Βικιπαίδεια