Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιζόν < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική vison < λατινική vissio

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /viˈzon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ζόν

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιζόν ουδέτερο άκλιτο

  1. (θηλαστικό ζώο) Σαρκοφάγο θηλαστικό της οικογένειας των Μουστελίδων (κουνάβια, βίδρες, νυφίτσες κ.λπ.).
  2. Το κατεργασμένο εμπορεύσιμο προϊόν της γούνας του ζώου.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία