βιετναμικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | βιετναμικά | ||
γενική | των | βιετναμικών | ||
αιτιατική | τα | βιετναμικά | ||
κλητική | βιετναμικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιετναμικά < βιετναμικός, στον πληθυντικό του ουδέτερου
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιετναμικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
βιετναμικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βιετναμικό