Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιαστής οι βιαστές
      γενική του βιαστή των βιαστών
    αιτιατική τον βιαστή τους βιαστές
     κλητική βιαστή βιαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βιαστής < (ελληνιστική κοινήβιαστής < αρχαία ελληνική βιάζω < βία < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷeih₃w- (ζω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vi.aˈstis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βιαστής αρσενικό

  1. αυτός που βιάζει, που εξαναγκάζει άλλο άτομο σε σεξουαλική πράξη, που διαπράττει βιασμό
  2. αυτός που φέρεται με βία, που υποχρεώνει κάποιον να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του
  3. αυτός που βιάζει κάποιον μηχανισμό, πόρτα ή παράθυρο με βία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία