βετεράνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βετεράνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βετερᾶνος < λατινική veteranus
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ve.teˈɾa.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βε‐τε‐ρά‐νος
Ουσιαστικό επεξεργασία
βετεράνος αρσενικό
- παλαίμαχος, παλιός πολεμιστής
- (κατ’ επέκταση) άνθρωπος με πολύχρονη ενασχόληση και μεγάλη πείρα σε έναν τομέα