Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεγγέρα οι βεγγέρες
      γενική της βεγγέρας
    αιτιατική τη βεγγέρα τις βεγγέρες
     κλητική βεγγέρα βεγγέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βεγγέρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική vegghera (διαλεκτικό) < veggiare < vegliare < παλαιά οξιτανική velhar < λατινική vigilare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος vigilo < vigil < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weǵ- (αγρυπνώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βεγγέρα θηλυκό

  • η επίσκεψη σε σπίτι που συνήθως κρατάει μέχρι αργά

Σημειώσεις επεξεργασία

  • η λέξη βεγγέρα συντάσσεται συνήθως με το ρήμα κάνω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία