Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βεβιασμένος η βεβιασμένη το βεβιασμένο
      γενική του βεβιασμένου της βεβιασμένης του βεβιασμένου
    αιτιατική τον βεβιασμένο τη βεβιασμένη το βεβιασμένο
     κλητική βεβιασμένε βεβιασμένη βεβιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βεβιασμένοι οι βεβιασμένες τα βεβιασμένα
      γενική των βεβιασμένων των βεβιασμένων των βεβιασμένων
    αιτιατική τους βεβιασμένους τις βεβιασμένες τα βεβιασμένα
     κλητική βεβιασμένοι βεβιασμένες βεβιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ve.vi.aˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βε‐βι‐α‐σμέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

βεβιασμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βεβιασμένος βεβιασμένη τὸ βεβιασμένον
      γενική τοῦ βεβιασμένου τῆς βεβιασμένης τοῦ βεβιασμένου
      δοτική τῷ βεβιασμέν τῇ βεβιασμέν τῷ βεβιασμέν
    αιτιατική τὸν βεβιασμένον τὴν βεβιασμένην τὸ βεβιασμένον
     κλητική ! βεβιασμένε βεβιασμένη βεβιασμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βεβιασμένοι αἱ βεβιασμέναι τὰ βεβιασμέν
      γενική τῶν βεβιασμένων τῶν βεβιασμένων τῶν βεβιασμένων
      δοτική τοῖς βεβιασμένοις ταῖς βεβιασμέναις τοῖς βεβιασμένοις
    αιτιατική τοὺς βεβιασμένους τὰς βεβιασμένᾱς τὰ βεβιασμέν
     κλητική ! βεβιασμένοι βεβιασμέναι βεβιασμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βεβιασμένω τὼ βεβιασμέν τὼ βεβιασμένω
      γεν-δοτ τοῖν βεβιασμένοιν τοῖν βεβιασμέναιν τοῖν βεβιασμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

βεβιασμένος, -η, -ον